- θλασσε
- θλάσσε
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θλάσσε — θλάω crush aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράφαλος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις μετάλλινες προεξοχές, αλλ. τετραφάληρος («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλος «κόσμημα τής περικεφαλαίας» (πρβλ. ἀμφί φαλος)] … Dictionary of Greek